λίχνῳ

λίχνῳ
λίχνος
gluttonous
masc/neut dat sg
λίχνος
gluttonous
masc/fem/neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λιχνώ — άω λιχνίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < λικμῶ, με τροπή τού ψιλού στο αντίστοιχο δασύ πριν από έρρινο και συγχρόνως τροπή τού μ σε ν (πρβλ. ατμός: αχνός)] …   Dictionary of Greek

  • λίχνος — η, ο (AM λίχνος, η, ον, θηλ. και ος) αυτός που τού αρέσουν πολύ τα εκλεκτά φαγητά, λαίμαργος, λειχούδης (α. «οἱ λίχνοι τοῡ αἰεὶ παραφερομένου ἀπογεύονται ἁρπάζοντες», Πλάτ. β. «λίχνῳ ὄντι αὐτῷ τὴν ψυχήν», Πλάτ.) αρχ. 1. μτφ. περίεργος, άπληστος… …   Dictionary of Greek

  • λιχνίζω — αποχωρίζω το άχυρο από το σιτάρι με το λιχνιστήρι, λικμίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος ενεστ. τού λιχνῶ, σχηματισμένος από τον αόρ. ἐλίχνησα, που συνέπιπτε με τον αόρ. ισα ρημάτων με ενεστ. σε ίζω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”